ενναετηρίς

ενναετηρίς
ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α)
περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ετηρίς < έτος + -ηρις, θηλ. τού -ηρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνναετηρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭННАЭТЕРИДА —    • Ένναετηρίς          (девятилетие), (от εννέα и ετος), в греческой хронологии восьмилетний промежуток (поэтому иногда называется также oκταετηρίς), так что с девятым годом начинался новый цикл. Промежуток этот состоял из 2922 дней, он… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐνναετηρίδας — ἐνναετηρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετηρίδι — ἐνναετηρίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνναετηρίδος — ἐνναετηρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕНТАЭТЕРИДА —    • Πενταετηρίς,          см. Ένναετηρίς, Эннаэтерида …   Реальный словарь классических древностей

  • ТРИЭТЕРИЗА —    • Τριετηρίς,          см. Ένναετηρίς, Эннаэтерида …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • εννεαετηρίδα — και ενναετηρίδα, η (AM ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς νεώτ. τ. τού ἐννεετηρίς) 1. χρονική περίοδος εννέα ετών, εννεαετία 2. συμπλήρωση εννεαετίας από τη γέννηση ενός προσώπου ή από ένα συμβάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρίς, θηλ. τού… …   Dictionary of Greek

  • εννεετηρίς — ἐννεετηρίς και ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς και ἐννετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίς, εννεαετία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”